Kloakledning στα ελληνικά
Μετάφραση: kloakledning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, στραγγίζω, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- klitoris στα ελληνικά - κλειτορίδα, κλειτορίς, κλειτορίδας, την κλειτορίδα, κλειτορίδος
- klo στα ελληνικά - δαγκάνα, νύχι, νυχιών, σιαγόνας, νυχιού
- klods στα ελληνικά - στηρίγματα, φραγμός, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
- klog στα ελληνικά - λογικός, σοφός, συνετός, φρόνιμος, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, ...
Τυχαίες λέξεις
Kloakledning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, στραγγίζω, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο
Μεταφράσεις: οχετός, στραγγίζω, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο