Lænestol στα ελληνικά

Μετάφραση: lænestol, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
Lænestol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lægge στα ελληνικά - στρώνω, μέρος, τοποθετώ, τόπος, ξαπλώνω, κοσμικός, βάζω, ...
  • lækker στα ελληνικά - μαλθακός, φίνος, λεπτός, νόστιμα, νόστιμο, νόστιμη, πολύ νόστιμο, ...
  • længde στα ελληνικά - μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
  • lænke στα ελληνικά - αλυσίδα, καδένα, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
Τυχαίες λέξεις
Lænestol στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες