Længde στα ελληνικά

Μετάφραση: længde, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
Længde στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lækker στα ελληνικά - μαλθακός, φίνος, λεπτός, νόστιμα, νόστιμο, νόστιμη, πολύ νόστιμο, ...
  • lænestol στα ελληνικά - πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
  • lænke στα ελληνικά - αλυσίδα, καδένα, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
  • lære στα ελληνικά - διδάσκω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Τυχαίες λέξεις
Længde στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό