Lineal στα ελληνικά
Μετάφραση: lineal, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανόνας, αποφασίζω, χάρακας, ρίγα, ιθύνω, βασιλεύω, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- limnologi στα ελληνικά - λιμνολογία, Λιμνολογιας, Λιμνολογίας, Limnology, της Λιμνολογιας
- lind στα ελληνικά - φιλύρα, φλαμουριά, Linden, φλαμουριάς, φιλύρας
- linie στα ελληνικά - ρυτίδα, γραμμή, παρατάσσω, επενδύω, γραμμής, σύμφωνα, line, ...
- linse στα ελληνικά - φακός, φακού, φακό, φακών, του φακού
Τυχαίες λέξεις
Lineal στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανόνας, αποφασίζω, χάρακας, ρίγα, ιθύνω, βασιλεύω, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη
Μεταφράσεις: κανόνας, αποφασίζω, χάρακας, ρίγα, ιθύνω, βασιλεύω, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη