Αποφασίζω στα δανικά
Μετάφραση: αποφασίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lineal, regel, afgøre, bestemme, styre, regere, beslutte, befæste, beslutter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασίζω
αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αποφασίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποφάγια στα δανικά - stump, bid, slagsmål, madrester, rester, levninger, resterende punkter, ...
- αποφαίνομαι στα δανικά - apofainomai
- αποφασισμένος στα δανικά - bestemmes, bestemt, fastsættes, fastsat, fastlægges
- αποφασιστικός στα δανικά - afgørende, afgoerende, bestemmende, en afgørende
Τυχαίες λέξεις
Αποφασίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lineal, regel, afgøre, bestemme, styre, regere, beslutte, befæste, beslutter
Μεταφράσεις: lineal, regel, afgøre, bestemme, styre, regere, beslutte, befæste, beslutter