Materie στα ελληνικά
Μετάφραση: materie, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόθεση, νοιάζομαι, θέμα, ύλη, πύο, ζήτημα, Ύλης, Matter, Η ύλη
Μεταφράσεις
- materiale στα ελληνικά - ύλη, στοιχεία, δεδομένα, πράμα, υλικό, υλικού, υλικών, ...
- materialisme στα ελληνικά - υλισμός, υλισμό, υλισμού, τον υλισμό, ο υλισμός
- materiel στα ελληνικά - ύλη, στοκ, μετοχή, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων
- matros στα ελληνικά - ναυτικός, ναύτης, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
Τυχαίες λέξεις
Materie στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόθεση, νοιάζομαι, θέμα, ύλη, πύο, ζήτημα, Ύλης, Matter, Η ύλη
Μεταφράσεις: υπόθεση, νοιάζομαι, θέμα, ύλη, πύο, ζήτημα, Ύλης, Matter, Η ύλη