Υπόθεση στα δανικά

Μετάφραση: υπόθεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfælde, sag, materie, stof, beskæftigelse, affære, ting, anliggende, forretning, handel, job, arbejde, tilfældet, sagen, fald
Υπόθεση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπόθεση

υπόθεση δουρή, υπόθεση μπελογιάννη, υπόθεση μπαλτάκου, υπόθεση καρέλι, υπόθεση ασπιδα, υπόθεση λεξικό γλώσσας δανικά, υπόθεση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υπόδειξη στα δανικά - forslag, forslaget, forslag om, forslaget om
  • υπόδικος στα δανικά - respondent, sagsøgte, respondenten, indklagede, indstævnte
  • υπόκωφος στα δανικά - hul, hule, hult
  • υπόλειμμα στα δανικά - rest, Remanensen, Resten, remanens, rester
Τυχαίες λέξεις
Υπόθεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilfælde, sag, materie, stof, beskæftigelse, affære, ting, anliggende, forretning, handel, job, arbejde, tilfældet, sagen, fald