Mester στα ελληνικά

Μετάφραση: mester, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφέντης, δεξιοτέχνης, κύριος, μετρ, πρωταθλητής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια
Mester στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • meridian στα ελληνικά - απόγειο, μεσημβρινών, μεσημβρινούς, μεσημβρινοί, των μεσημβρινών, τους μεσημβρινούς
  • messing στα ελληνικά - ορείχαλκος, ορείχαλκο, ορείχαλκου, ορειχάλκου, από ορείχαλκο
  • mesterskab στα ελληνικά - πρωτάθλημα, Πρωταθλήματος, Championship, Τσάμπιονσιπ, του πρωταθλήματος
  • metabolisme στα ελληνικά - μεταβολισμός, μεταβολισμό, το μεταβολισμό, του μεταβολισμού, τον μεταβολισμό
Τυχαίες λέξεις
Mester στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφέντης, δεξιοτέχνης, κύριος, μετρ, πρωταθλητής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια