Minoritet στα ελληνικά
Μετάφραση: minoritet, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- minister στα ελληνικά - υπουργός, ιερέας, Υπουργού, Υπουργό, ο υπουργός, κ
- ministerium στα ελληνικά - τμήμα, υπουργείο, τομή, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
- minut στα ελληνικά - λεπτό, λεπτομερής, μικροσκοπικός, λεπτά, λεπτά με, λεπτά με τα πόδια, λεπτών
- mission στα ελληνικά - αποστολή, αποστολής, αποστολή της, αποστολών, Mission
Τυχαίες λέξεις
Minoritet στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων