Næse στα ελληνικά
Μετάφραση: næse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μύτη, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- næringsstof στα ελληνικά - φαγητό, τροφή, θρεπτικά συστατικά, θρεπτικών συστατικών, των θρεπτικών συστατικών, θρεπτικών ουσιών, θρεπτικό συστατικό
- nærværende στα ελληνικά - τωρινός, παρουσιάζω, δώρο, ρεύμα, παρών, αυτό, αυτή, ...
- næsehorn στα ελληνικά - ρινόκερος, ρινόκερως, Ρινόκερος, Ρινόκερου, του ρινόκερου, Rhinoceros
- næsten στα ελληνικά - κοντά, περί, σχεδόν, περίπου, για, παραλίγο, σχεδόν το, ...
Τυχαίες λέξεις
Næse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μύτη, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος
Μεταφράσεις: μύτη, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος