Μύτη στα δανικά
Μετάφραση: μύτη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
næse, lugtesans, næsen, nose
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μύτη
μύτη σαν σαλάμι, μύτη αίμα, μύτη βιδώματος με στοπ για γυψοσανίδα, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη λεξικό γλώσσας δανικά, μύτη στα δανικά
Μεταφράσεις
- μύλος στα δανικά - fabrik, mølle, mill, mio, møllen
- μύρτος στα δανικά - Myrtos, på Myrtos
- μώλωπας στα δανικά - blåt mærke, blå mærker, bruise, får blå mærker, få blå mærker
- νάνος στα δανικά - dværg, dværgen, dwarf
Τυχαίες λέξεις
Μύτη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: næse, lugtesans, næsen, nose
Μεταφράσεις: næse, lugtesans, næsen, nose