Opfyldelse στα ελληνικά
Μετάφραση: opfyldelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποίηση, αρέσκεια, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opfinde στα ελληνικά - εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
- opfindelse στα ελληνικά - εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
- opførsel στα ελληνικά - διεξάγω, φέρσιμο, συμπεριφορά, διαγωγή, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, ...
- opgave στα ελληνικά - δουλειά, καθήκον, αγγαρεία, έργο, εργασία, αποστολή, αποστολής
Τυχαίες λέξεις
Opfyldelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποίηση, αρέσκεια, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση
Μεταφράσεις: ικανοποίηση, αρέσκεια, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση