Ικανοποίηση στα δανικά

Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfyldelse, tilfredshed, tilfredsstillende, tilfredsstillelse, tilfredstillelse
Ικανοποίηση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση

ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας δανικά, ικανοποίηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ιθύνω στα δανικά - regel, styre, lineal, regere, beslutningstagere, temaskine, beslutningstagerne, ...
  • ικανά στα δανικά - stand, i stand, stand til, i stand til, stand til at
  • ικανοποιημένο στα δανικά - tilfreds, tilfredse, opfyldt, Svarer
  • ικανοποιημένος στα δανικά - indhold, indholdet, indhold af
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opfyldelse, tilfredshed, tilfredsstillende, tilfredsstillelse, tilfredstillelse