Organisering στα ελληνικά

Μετάφραση: organisering, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύστημα, διοργάνωση, διακανονισμός, τακτοποίηση, ετοιμασία, διευθέτηση, οργάνωση, οργανισμός, οργάνωσης, οργανώσεως, οργανισμού
Organisering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • organ στα ελληνικά - όργανο, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
  • organisation στα ελληνικά - διοργάνωση, οργάνωση, οργανισμός, οργάνωσης, οργανώσεως, οργανισμού
  • orgasme στα ελληνικά - οργασμός, οργασμό, οργασμού, τον οργασμό, του οργασμού
  • orgie στα ελληνικά - εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, ξεμαύλισμα, μαυλίζω, μαύλισμα, ασωτία, ακολασία, ...
Τυχαίες λέξεις
Organisering στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύστημα, διοργάνωση, διακανονισμός, τακτοποίηση, ετοιμασία, διευθέτηση, οργάνωση, οργανισμός, οργάνωσης, οργανώσεως, οργανισμού