Διακανονισμός στα δανικά

Μετάφραση: διακανονισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
organisering, indbo, afregning, forlig, afvikling, løsning, bilæggelse
Διακανονισμός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακανονισμός

διακανονισμός τσμεδε 2014, διακανονισμός ευδαπ, διακανονισμός εφορία, διακανονισμός οαεε, διακανονισμός δεη, διακανονισμός λεξικό γλώσσας δανικά, διακανονισμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαιτητεύω στα δανικά - mægle, dømme, arbitrate, voldgift, mægle i
  • διαιτολόγιο στα δανικά - diæt, kost, kosten, ernæring
  • διακεκριμένος στα δανικά - fremtrædende, prominent, prominente, iøjnefaldende, fremstående
  • διακηρύσσω στα δανικά - bekende, skrifte, indrømme, tilstå, blis, blaze, ilden, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακανονισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: organisering, indbo, afregning, forlig, afvikling, løsning, bilæggelse