Overgå στα ελληνικά
Μετάφραση: overgå, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερακοντίζω, περνώ, ξεπερνώ, υπερβαίνω, ξεπεράσει, ξεπεράσουν, outdo
Μεταφράσεις
- overensstemmelse στα ελληνικά - αρμονία, ομόνοια, συμφωνία, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, ...
- overflade στα ελληνικά - αναδύομαι, επιφάνεια, κορυφή, επιφάνειας, επιφανείας, επιφάνεια του, επιφανειακή
- overleve στα ελληνικά - επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
- overlevering στα ελληνικά - παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, η παράδοση
Τυχαίες λέξεις
Overgå στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερακοντίζω, περνώ, ξεπερνώ, υπερβαίνω, ξεπεράσει, ξεπεράσουν, outdo
Μεταφράσεις: υπερακοντίζω, περνώ, ξεπερνώ, υπερβαίνω, ξεπεράσει, ξεπεράσουν, outdo