Pære στα ελληνικά

Μετάφραση: pære, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλόμπος, αχλάδι, απίδι, βολβός, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, αχλαδιές
Pære στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • påstå στα ελληνικά - διεκδικώ, διεκδίκηση, ισχυρίζομαι, ισχυρισμός, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης
  • påvirke στα ελληνικά - επενεργώ, επενέργεια, επιρροή, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, ...
  • pølse στα ελληνικά - λουκάνικο, λουκάνικα, λουκάνικου, λουκάνικων, αλλαντικών
  • rabbi στα ελληνικά - ραβί, ραββίνος, Ραβίνος, Ο Ραβίνος, το ραβίνο, Ο Ραββίνος
Τυχαίες λέξεις
Pære στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλόμπος, αχλάδι, απίδι, βολβός, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, αχλαδιές