Pligt στα ελληνικά
Μετάφραση: pligt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθήκον, υποχρέωση, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pleje στα ελληνικά - νοσοκόμα, βάγια, παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, φροντίζω, προσοχή, φροντίδα, ...
- plet στα ελληνικά - λεκιάζω, βούλα, κηλίδα, μέρος, λερώνω, αμαυρώνω, ρυπαίνω, ...
- plov στα ελληνικά - αλέτρι, οργώνω, άροτρο, αρότρου, αυλακώσεως, άροτρο με
- pludselig στα ελληνικά - ξαφνικός, κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, ...
Τυχαίες λέξεις
Pligt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθήκον, υποχρέωση, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Μεταφράσεις: καθήκον, υποχρέωση, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό