Καθήκον στα δανικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pligt, arbejde, opgave, opgaven, opgaver, opgave at
Καθήκον στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας δανικά, καθήκον στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα δανικά - rengøring, rensning, rengøringen, rengøring af
  • καθέλκυση στα δανικά - lancering, iværksættelse, lanceringen, iværksættelsen, iværksætte
  • καθίζω στα δανικά - plads, sidde, sidder, at sidde, sætte, læne
  • καθαγιάζω στα δανικά - hallow, hule, hellige, ringbrød, regalie
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pligt, arbejde, opgave, opgaven, opgaver, opgave at