Rød στα ελληνικά

Μετάφραση: rød, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόκκινος, ροδαλός, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
Rød στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • række στα ελληνικά - σειρά, χορδή, καβγάς, κωπηλατώ, σειράς, σειρές, κάποιες, ...
  • ræv στα ελληνικά - αλεπού, Fox, αλεπούς, Φοξ, αλεπούδων
  • rødgran στα ελληνικά - έλατο, ελάτη, Spruce, από έλατο, Ερυθρελάτης
  • røg στα ελληνικά - καπνίζω, καπνός, καυσαέριο, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
Τυχαίες λέξεις
Rød στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόκκινος, ροδαλός, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου