Regel στα ελληνικά

Μετάφραση: regel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρύθμιση, αποφασίζω, βασιλεύω, ιθύνω, κανονισμός, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Regel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rede στα ελληνικά - θαλάμη, χτένα, φωλιάζω, φωλιά, χτενίζω, έτοιμος, έτοιμη, ...
  • redskab στα ελληνικά - εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
  • regelmæssig στα ελληνικά - ομαλός, τακτικός, ίσος, ακόμα, τακτική, τακτικές, τακτικά, ...
  • regere στα ελληνικά - αποφασίζω, έλεγχος, βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, διέπω, εξουσιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Regel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρύθμιση, αποφασίζω, βασιλεύω, ιθύνω, κανονισμός, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα