Rund στα ελληνικά
Μετάφραση: rund, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιοδεία, γύρος, στρογγυλός, κυκλικός, γύρω, γύρο, γύρου, στρογγυλό
Μεταφράσεις
- rumpe στα ελληνικά - κουτουλώ, πισινό, μόρτης
- rumpilot στα ελληνικά - χώρο, χώρος, διάστημα, χώρου, κόπηκε
- rundstykke στα ελληνικά - ψωμάκι, κύλινδρος, κυλώ, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ...
- rust στα ελληνικά - σκωρία, σκουριά, σκουριάς, τη σκουριά, της σκουριάς
Τυχαίες λέξεις
Rund στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιοδεία, γύρος, στρογγυλός, κυκλικός, γύρω, γύρο, γύρου, στρογγυλό
Μεταφράσεις: περιοδεία, γύρος, στρογγυλός, κυκλικός, γύρω, γύρο, γύρου, στρογγυλό