Sæl στα ελληνικά
Μετάφραση: sæl, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sædvanligvis στα ελληνικά - συνήθως, που συνήθως, κανόνα
- sæk στα ελληνικά - απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί
- sælge στα ελληνικά - εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
- sænke στα ελληνικά - ναυαγώ, βυθίζω, νεροχύτης, βυθίζομαι, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, ...
Τυχαίες λέξεις
Sæl στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης