Βούλα στα δανικά

Μετάφραση: βούλα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tyr, klat, plads, punkt, plet, han, opdage, sæl, sted, punktum, dot, prik, prikken
Βούλα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βούλα

βούλα πατουλίδου, βούλα πατουλίδου χρυσή αυγή, βούλα παπαχρήστου, βούλα παπαϊωάννου, βούλα σαββίδη, βούλα λεξικό γλώσσας δανικά, βούλα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βουρτσίζω στα δανικά - børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
  • βουτώ στα δανικά - stjæle, dykke, synke, submerse, Dyp, nedsænke, neddyppes, ...
  • βούληση στα δανικά - vilje, vil
  • βούρτσα στα δανικά - børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
Τυχαίες λέξεις
Βούλα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tyr, klat, plads, punkt, plet, han, opdage, sæl, sted, punktum, dot, prik, prikken