Særskilt στα ελληνικά
Μετάφραση: særskilt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Μεταφράσεις
- særegen στα ελληνικά - Προσφορές, Ειδικά, specials, Προσφορές Ο, Αφιερώματα
- særlig στα ελληνικά - αρκετά, εντελώς, πολύ, ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ...
- sæson στα ελληνικά - περίοδο, περίοδος, νοστιμίζω, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
- sætning στα ελληνικά - καταδίκη, καταδικάζω, πρόταση, ρήτρα, φράση, τη φράση, φράσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Særskilt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή