Ξεχωριστός στα δανικά

Μετάφραση: ξεχωριστός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
adskille, skille, adskilt, dele, særskilt, separat, separate, særskilte
Ξεχωριστός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεχωριστός

ξεχωριστός στα αγγλικά, ξεχωριστός english, ξεχωριστός γάμος, ξεχωριστός γουίλ χάντινγκ, ξεχωριστός αντίθετο, ξεχωριστός λεξικό γλώσσας δανικά, ξεχωριστός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξεχνώ στα δανικά - glemme, glemmer, glemt, høj kvalitet og komfort
  • ξεχωρίζω στα δανικά - sige, fortælle, enkeltværelse, enkelt, indre, fælles, én
  • ξεχύνομαι στα δανικά - bølge, stigning, kraftige stigning, kraftig stigning, stigningen
  • ξηρασία στα δανικά - tørke, tørken, af tørke
Τυχαίες λέξεις
Ξεχωριστός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: adskille, skille, adskilt, dele, særskilt, separat, separate, særskilte