Søm στα ελληνικά

Μετάφραση: søm, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρφί, πρόκα, νύχι, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
Søm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sølv στα ελληνικά - ασημί, ασημένιος, ασήμι, ασημένια, αργύρου, ασημένιο
  • sølvtøj στα ελληνικά - ασημένιος, ασημί, ασημικά, ασημικών, ασημικα, αργυροχοΐας, τα ασημικά
  • sømand στα ελληνικά - ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
  • søn στα ελληνικά - καμάρι, υιός, αγόρι, γιός, γιος, γιο, ο γιος
Τυχαίες λέξεις
Søm στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρφί, πρόκα, νύχι, νυχιών, των νυχιών, καρφιών