Καρφί στα δανικά
Μετάφραση: καρφί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nagle, søm, negl, nail, negle, neglen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρφί
καρφί αγγλικά, καρφί σε rca, καρφί του σαββατοκύριακου, καρφί εφημερίδα, καρφί 3.5mm, καρφί λεξικό γλώσσας δανικά, καρφί στα δανικά
Μεταφράσεις
- καρτερία στα δανικά - tålmodighed, udholdenhed, holdbarhed, endurance, udholdenhedstræning
- καρυκεύω στα δανικά - aroma, krydderi, Spice, krydderier, krydderiet, af Spice
- καρφίτσα στα δανικά - broche
- καρφώνω στα δανικά - pind, PEG, tap, tappen
Τυχαίες λέξεις
Καρφί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nagle, søm, negl, nail, negle, neglen
Μεταφράσεις: nagle, søm, negl, nail, negle, neglen