Sand στα ελληνικά
Μετάφραση: sand, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματικός, άμμος, αληθινός, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- samtykke στα ελληνικά - συμφωνία, κατάλυμα, στέγαση, συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, ...
- samvittighed στα ελληνικά - συνείδηση, συνείδησης, συνείδησή, της συνείδησης, συνειδήσεως
- sandal στα ελληνικά - σανδάλι, πέδιλο, σανδαλιών, σαγιονάρα, πεδίλου
- sandsten στα ελληνικά - αμμόλιθος, αμμόπετρα, ψαμμίτη, ψαμμίτης, από ψαμμίτη
Τυχαίες λέξεις
Sand στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματικός, άμμος, αληθινός, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο
Μεταφράσεις: πραγματικός, άμμος, αληθινός, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο