Πραγματικός στα δανικά
Μετάφραση: πραγματικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
egentlig, rigtig, sand, virkelig, ægte, real, reel, virkelige, fast, reelle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πραγματικός
πραγματικός πληθυσμός 2001, πραγματικός πληθυσμός, πραγματικός χάρτης αεροπλάνων, πραγματικός δικαιούχος, πραγματικός χρόνος αεροπλάνων, πραγματικός λεξικό γλώσσας δανικά, πραγματικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- πραγματεία στα δανικά - afhandling, afhandlingen, skrift, Skriftet
- πραγματικά στα δανικά - faktisk, virkelig, rigtig, egentlig, er virkelig, virkeligheden
- πραγματογνωμοσύνη στα δανικά - ekspertise, sagkundskab, viden, kompetencer
- πραγματοποίηση στα δανικά - realisering, realiseringen, gennemførelse, erkendelse, realisation
Τυχαίες λέξεις
Πραγματικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: egentlig, rigtig, sand, virkelig, ægte, real, reel, virkelige, fast, reelle
Μεταφράσεις: egentlig, rigtig, sand, virkelig, ægte, real, reel, virkelige, fast, reelle