Slutning στα ελληνικά
Μετάφραση: slutning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήξη, τέλος, συμπέρασμα, κατάληξη, άκρο, τέλη, σκοπό
Μεταφράσεις
- slukket στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός, μακριά από, από, εκτός, off, μακριά
- slummer στα ελληνικά - κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνος, ελαφρός ύπνος, κοιμάμαι ελαφρά, ύπνο, λήθαργο, ...
- slutte στα ελληνικά - προκαλώ, συνάγω, συμπεραίνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, ...
- slå στα ελληνικά - χτυπώ, δέρνω, νικώ, σουξέ, απεργία, βαρώ, νικήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Slutning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήξη, τέλος, συμπέρασμα, κατάληξη, άκρο, τέλη, σκοπό
Μεταφράσεις: λήξη, τέλος, συμπέρασμα, κατάληξη, άκρο, τέλη, σκοπό