Støde στα ελληνικά

Μετάφραση: støde, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ώθηση, σπρώξιμο, χωμένος, σπρώχνω, μπήγω, συνάντηση, συνάντησης, αντιμετωπίζουν, συναντούν, επαφή
Støde στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stær στα ελληνικά - ψαρόνι, Καταρράκτης, καταρράκτη, καταρράκτες, Ο καταρράκτης, Οι καταρράκτες
  • stærk στα ελληνικά - δυνατός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
  • støj στα ελληνικά - θόρυβος, ρακέτα, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
  • stønne στα ελληνικά - μουγκρίζω, τρίξιμο, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό
Τυχαίες λέξεις
Støde στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ώθηση, σπρώξιμο, χωμένος, σπρώχνω, μπήγω, συνάντηση, συνάντησης, αντιμετωπίζουν, συναντούν, επαφή