Μπήγω στα δανικά

Μετάφραση: μπήγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
støde, køre ind, kører ind, kører ind i, drive i, drev i
Μπήγω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπήγω

μπήγω συνώνυμα, μπήγω λεξικό γλώσσας δανικά, μπήγω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μπέρδεμα στα δανικά - forvirring, forveksling, sammenblanding, forvirringen
  • μπέρτα στα δανικά - Bertha, Berthas, Berte
  • μπαίνω στα δανικά - indtaste, træder, indtast, angive, indtaster
  • μπαγιάτικος στα δανικά - muggen, muggent
Τυχαίες λέξεις
Μπήγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: støde, køre ind, kører ind, kører ind i, drive i, drev i