Station στα ελληνικά

Μετάφραση: station, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Station στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • start στα ελληνικά - ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχίζω, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
  • stat στα ελληνικά - κράτος, κρατίδιο, κατάσταση, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
  • statistik στα ελληνικά - στατιστική, Στατιστικά, Στατιστικές, Στατιστικών, Στατιστικής
  • statue στα ελληνικά - άγαλμα, αγάλματος, το άγαλμα, άγαλμα του, ανδριάντα
Τυχαίες λέξεις
Station στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του