Sundhed στα ελληνικά

Μετάφραση: sundhed, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγεία, Υγείας, την υγεία, υγεία των, την υγεία των
Sundhed στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sump στα ελληνικά - μαζεύω, έλος, βάλτος, τέλμα, βάλτο, βάλτου
  • sund στα ελληνικά - ζωντανός, φρέσκος, υγιής, δροσερός, νωπός, υγιή, υγιείς, ...
  • supermarked στα ελληνικά - σουπερμάρκετ, υπεραγορά, σούπερ μάρκετ, supermarket
  • sur στα ελληνικά - στυφός, οξύ, ξινός, τάρτα, πόρνη, οξύς, καυστικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Sundhed στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγεία, Υγείας, την υγεία, υγεία των, την υγεία των