Λέξη: ευωχούμαι
Συνώνυμα: ευωχούμαι
μεθοκοπώ, ξεφαντώνω
Μεταφράσεις: ευωχούμαι
ευωχούμαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feast, carouse
ευωχούμαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fiesta, banquete, ir de parranda, juerga, parranda, de parranda, de juerga
ευωχούμαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
festlichkeit, festgelage, festessen, bankett, fest, zechen, carouse, saufen, zu zechen, Gelage
ευωχούμαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délibéré, cérémonie, fête, ripailler, régal, kermesse, banquet, festoyer, gala, régaler, festin, solennité, héberger, banqueter, gobichonner, ribote, carouse, festivités, faire la noce
ευωχούμαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
festa, convito, banchetto, gozzovigliare, baldoria, carouse, fare baldoria, bicchierata
ευωχούμαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
festa, ágape, banquete, medo, temer, receio, recear, festejar, farra, carouse, farras, farrear
ευωχούμαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
festijn, banket, feest, feestmaal, smulpartij, gelag, zuipen, carouse, zwelgen, drinkgelag, zwelgerij
ευωχούμαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пировать, удовольствие, праздник, застолье, наслаждение, пиршество, попировать, наслаждаться, празднество, банкет, пир, кутить, пьянствовать, кутят, бражничать
ευωχούμαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fest, bankett, høytid, carouse
ευωχούμαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kalas, bankett, förpläga, högtid, fest, festa, carouse, rumla
ευωχούμαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kestit, pidot, juhla-ateria, juhlapäivällinen, viettää, juhla, kekkerit, mässätä, juopotella
ευωχούμαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
banket, svire, carouse, musikanterne
ευωχούμαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hody, svátek, hostina, pohostit, posvícení, hodovat, hod, slavnost, požitek, banket, častovat, hostit, popíjet, hýření
ευωχούμαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ucztować, obchodzić, biesiada, festyn, gościć, podejmować, święto, uczta, biesiadować, uroczystość, hulać, hulanka, bankietować, birbantować, bisurmanić
ευωχούμαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ünnep, ünnepség, tivornyázik, mulat, mulatozás, mulatoztak, dőzsöl
ευωχούμαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bayram, ziyafet, kafayı çekmek, kafayı, kafayı iyice, carouse, yoldaşları
ευωχούμαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насолоджуватись, насолоджуватися, бенкет, свято, гуляти, бенкетувати
ευωχούμαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gosti, dehem, vesi i të pirit
ευωχούμαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пир, пиршество, гуляй, пирувам, разкошестват, пируват
ευωχούμαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кутить
ευωχούμαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pidusööming, pidutsema, püha, joomapidu, joodud, pummeldama, pummelung, Juopot ella
ευωχούμαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veselje, gozba, lumpovanje, terevenčiti, bekrijati, bančiti, lumpovati
ευωχούμαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
carouse
ευωχούμαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
epulae, epulo
ευωχούμαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
banketas, šventė, ūžti, girtauti, išgertuvės, Bankietować, Birbantować
ευωχούμαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svētki, bankets, dzīrot, dzīrošana, dzīro
ευωχούμαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
carouse
ευωχούμαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărbătoare, banchet, petrece, bea, chefui
ευωχούμαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
carouse
ευωχούμαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hody, hostina, popíjať
Τυχαίες λέξεις