Sur στα ελληνικά
Μετάφραση: sur, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στυφός, οξύ, ξινός, τάρτα, πόρνη, οξύς, καυστικός, συρ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sundhed στα ελληνικά - υγεία, Υγείας, την υγεία, υγεία των, την υγεία των
- supermarked στα ελληνικά - σουπερμάρκετ, υπεραγορά, σούπερ μάρκετ, supermarket
- surrealisme στα ελληνικά - σουρεαλισμός, υπερρεαλισμός, Σουρεαλισμό, Σουρεαλισμού, ο Σουρεαλισμός
- svag στα ελληνικά - αδύναμος, ανίσχυρος, λιποθυμώ, ασθενικός, αμυδρός, λιποθυμία, λιποθυμίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Sur στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στυφός, οξύ, ξινός, τάρτα, πόρνη, οξύς, καυστικός, συρ
Μεταφράσεις: στυφός, οξύ, ξινός, τάρτα, πόρνη, οξύς, καυστικός, συρ