Οξύ στα δανικά

Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sur, syre, acid, syren
Οξύ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύ

οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας δανικά, οξύ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οξυδέρκεια στα δανικά - indsigt, indblik, viden, indsigt i
  • οξυδερκής στα δανικά - skarp, dreven, indsigtsfulde, indsigtsfuld, opfattende, perceptive
  • οξύθυμος στα δανικά - opfarende, hidsig, vred, arrig, vredladen
  • οξύνοια στα δανικά - skarpsindighed, kløgtighed, snedige
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sur, syre, acid, syren