Sværge στα ελληνικά
Μετάφραση: sværge, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- svær στα ελληνικά - βαρύς, εύσαρκος, παχύσαρκος, δύσκολος, σκληρός, τροφαντός, αυστηρός, ...
- sværd στα ελληνικά - σπαθί, ξίφος, λεπίδα, σπάθα, σπαθιά, Ξίφη, Swords, ...
- svævefly στα ελληνικά - ανεμόπτερο, ανεμοπλάνο, Glider, πτητικής μηχανής, ανεμοπλάνων
- svømme στα ελληνικά - φελλός, επιπλέω, κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Sværge στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν