Ορκίζομαι στα δανικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sværge, sværger, svćrger, bande
Ορκίζομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, ορκίζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα δανικά - absolut, helt sikkert, helt, definitivt, bestemt
  • οριστικός στα δανικά - bestemt, endelige, endelig, definitiv, endeligt, definitivt
  • ορκισμένος στα δανικά - svoret, edsvoren, svor, tilsvoret
  • ορμέμφυτος στα δανικά - instinktiv, instinktive, instinktivt
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sværge, sværger, svćrger, bande