Svømme στα ελληνικά
Μετάφραση: svømme, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φελλός, επιπλέω, κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sværge στα ελληνικά - ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
- svævefly στα ελληνικά - ανεμόπτερο, ανεμοπλάνο, Glider, πτητικής μηχανής, ανεμοπλάνων
- svømmetur στα ελληνικά - κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
- svømning στα ελληνικά - κολυμπώ, κολύμπι, κολύμβηση, πισίνα, μπάνιο, κολύμβησης
Τυχαίες λέξεις
Svømme στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φελλός, επιπλέω, κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Μεταφράσεις: φελλός, επιπλέω, κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε