Tør στα ελληνικά

Μετάφραση: tør, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Tør στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tømrer στα ελληνικά - μαραγκός, ξυλουργός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό
  • tønde στα ελληνικά - βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
  • tørklæde στα ελληνικά - σάλι, μαντήλι, κασκόλ, μαντίλι, μαντίλα, φουλάρι
  • tørre στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Τυχαίες λέξεις
Tør στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή