Στεγνός στα δανικά

Μετάφραση: στεγνός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tør, tørre, tørt
Στεγνός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στεγνός

στεγνός λάρυγγας, στεγνός συνώνυμα, στεγνός λαιμός, στεγνός καθαρισμός χαλιών, στεγνός κόλπος, στεγνός λεξικό γλώσσας δανικά, στεγνός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στεγάζω στα δανικά - stegazo
  • στεγαστικός στα δανικά - boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri
  • στενά στα δανικά - tæt, nøje, nært, tæt sammen, snævert
  • στενάζω στα δανικά - klynk, moan, jamre, stønne, stønnen
Τυχαίες λέξεις
Στεγνός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tør, tørre, tørt