Udbytte στα ελληνικά

Μετάφραση: udbytte, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοποιώ, μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
Udbytte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ud στα ελληνικά - έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
  • udbrud στα ελληνικά - ξέσπασμα, ξεσπώ, έκρηξη, εστίας, επιδημία, επιδημίας
  • uddanne στα ελληνικά - τρένο, εκπαιδεύω, αναπτύσσομαι, αμαξοστοιχία, αναπτύσσω, μορφώνω, τραίνο, ...
  • uddannelse στα ελληνικά - μόρφωση, εκπαίδευση, προπόνηση, προπονούμενος, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Udbytte στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική