Våd στα ελληνικά
Μετάφραση: våd, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- våben στα ελληνικά - όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλα, όπλων, τα όπλα, οπλισμού, ...
- våbenhvile στα ελληνικά - ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση του πυρός, κατάπαυσης του πυρός, κατάπαυσης του πυρός της, την κατάπαυση του πυρός, την κατάπαυση του
- vågne στα ελληνικά - ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ...
- vår στα ελληνικά - αναπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, Vår
Τυχαίες λέξεις
Våd στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Μεταφράσεις: περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά