Βρεγμένος στα δανικά
Μετάφραση: βρεγμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fugt, våd, våde, vådt, wet, fugtig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρεγμένος
βρεγμένοσ σκύλοσ, βρεγμένος ως το κόκκαλο, βρεγμένος ονειροκρίτης, βρεγμένος pronunciation, βρεγμένος λεξικό γλώσσας δανικά, βρεγμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- βραχνός στα δανικά - hæs, støtte dem til deres, hæse, hæst
- βραχύλογος στα δανικά - kortfattethed, koncis, kortfattet, koncise, knaphed
- βρογχοκήλη στα δανικά - struma, strumaen, til struma, struma tilstræbes
- βρομιά στα δανικά - dynd, stank, slam, snavs, skidt, smuds, snavset, ...
Τυχαίες λέξεις
Βρεγμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fugt, våd, våde, vådt, wet, fugtig
Μεταφράσεις: fugt, våd, våde, vådt, wet, fugtig