Virkelig στα ελληνικά
Μετάφραση: virkelig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματικά, πρακτικός, αληθινός, αλήθεια, πραγματικός, πράγματι, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- violin στα ελληνικά - βιολί, βιολιού, το βιολί, του βιολιού, βιολιών
- virke στα ελληνικά - λειτουργία, πράξη, εργασία, λειτουργώ, εργάζομαι, εγχειρίζω, δεξίωση, ...
- virkelighed στα ελληνικά - πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
- virkning στα ελληνικά - επίπτωση, θέμα, σημασία, αποτέλεσμα, συνέπεια, έκβαση, τεύχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Virkelig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματικά, πρακτικός, αληθινός, αλήθεια, πραγματικός, πράγματι, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Μεταφράσεις: πραγματικά, πρακτικός, αληθινός, αλήθεια, πραγματικός, πράγματι, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα