Voks στα ελληνικά

Μετάφραση: voks, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
Voks στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vogn στα ελληνικά - πούλμαν, προπονώ, προπονητής, βαγόνι, άμαξα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, ...
  • vokal στα ελληνικά - φωνητικός, φωνητικά, φωνητικές, φωνητικών, φωνητική
  • vokse στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
  • voksen στα ελληνικά - ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
Τυχαίες λέξεις
Voks στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού