Λάμπω στα αλβανικά
Μετάφραση: λάμπω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkëlqej, shndrit, ndriçim, lustër, shkëlqim, ndrit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάμπω
λάμπω συνώνυμα, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στίχοι, λάμπω λεξικό γλώσσας αλβανικά, λάμπω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- λάκκος στα αλβανικά - gropë, ferri, minierë, pit, gropë e, gropa, gropë të
- λάμπα στα αλβανικά - llambë, llamba, Drita, llamba e, llambë të
- λάμψη στα αλβανικά - xixëllon, shndrit, ndriçim, lustër, shkëlqim, ndrit
- λάπαθο στα αλβανικά - lëpjetë, kalë dori, qimekuq
Τυχαίες λέξεις
Λάμπω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: shkëlqej, shndrit, ndriçim, lustër, shkëlqim, ndrit
Μεταφράσεις: shkëlqej, shndrit, ndriçim, lustër, shkëlqim, ndrit