Λάμπω στα ολλανδικά

Μετάφραση: λάμπω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glanzen, glans, blinken, schijnen, lichten, schitteren, glanst, shine
Λάμπω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λάμπω

λάμπω συνώνυμα, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στίχοι, λάμπω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λάμπω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λάκκος στα ολλανδικά - valkuil, steengroeve, groef, groeve, val, greppel, gracht, ...
  • λάμπα στα ολλανδικά - lamp, lampje, licht, de lamp
  • λάμψη στα ολλανδικά - glans, gloed, gloeien, blaken, vuur, glanzen, schijnen, ...
  • λάπαθο στα ολλανδικά - dok, pier, zuring, sorrel, klaverzuring, vos, veldzuring
Τυχαίες λέξεις
Λάμπω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: glanzen, glans, blinken, schijnen, lichten, schitteren, glanst, shine